παρεμπλήσας

παρεμπλήσας
παρεμπλήσᾱς , παρεμπίπλημι
fill secretly with
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παρεμπίπλημι — Α 1. γεμίζω κρυφά με κάτι («τὸ τεῑχος παρεμπλήσας ὅπλων», Πλούτ.) 2. παθ. παρεμπίπλαμαι υπερπληρούμαι, παραγεμίζω («ἐπὶ πλέον δὲ πληρώσεως παρεμπίπλανται βραχίονές τε καὶ κνῆμαι καὶ χεῑρες, ὥσπερ τοῑς ἀπὸ τῶν γυμνασίων εἰς διάτασιν ἐρχομένοις»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”